μετοικήσει

μετοικήσει
μετοίκησις
Cat.Cod. Astr.
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μετοικήσεϊ , μετοίκησις
Cat.Cod. Astr.
fem dat sg (epic)
μετοίκησις
Cat.Cod. Astr.
fem dat sg (attic ionic)
μετοικέω
change one's abode
aor subj act 3rd sg (epic)
μετοικέω
change one's abode
fut ind mid 2nd sg
μετοικέω
change one's abode
fut ind act 3rd sg
μετοικέω
change one's abode
aor subj act 3rd sg (epic)
μετοικέω
change one's abode
fut ind mid 2nd sg
μετοικέω
change one's abode
fut ind act 3rd sg
μετοικία
change of abode
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μετοικήσεϊ , μετοικία
change of abode
fem dat sg (epic)
μετοικία
change of abode
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Θαργήλια — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Εταίρα της Μιλήτου. Ήταν διάσημη για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Είχε μετοικήσει στην Ελλάδα από την Ιωνία και ανήκε στην παράταξη εκείνων που προπαγάνδιζαν υπέρ της ειρήνης με την Περσία. Η Θ. είχε συνάψει σχέσεις με… …   Dictionary of Greek

  • Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • ανάσπαστος — ἀνάσπαστος, η, ον και ανασπαστός, ή, όν (Α) [ανασπώ] 1. αυτός που έχει ανασυρθεί 2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα 3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα 3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι οι ιμάντες των… …   Dictionary of Greek

  • μετανίστημι — (Α) [ανίστημι] 1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει 2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω 3. αποτρέπω 4. παθ. μετανίσταμαι α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῡτον… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχερ, Ατανάζιους — (Athanasius Kircher, Φούλντα 1601; – Ρώμη 1680). Γερμανός λόγιος. Σπούδασε σε ιησουιτική σχολή της γενέτειράς του και σε ηλικία 17 ετών ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα. Θεωρείται ένας από τους ευρυμαθέστερους λογίους όλων των εποχών. Γνώριζε εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • Ντελάγουερ — I (Delaware). Πολιτεία (5.295 τ. χλμ., 796.165 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ του νοτίου Ατλαντικού· Πρωτεύουσα της πολιτείας είναι το Ντόβερ. βρέχεται στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό (κόλπος Ντελάγουερ) και συνορεύει στα Β με την Πενσιλβάνια, στα Δ και… …   Dictionary of Greek

  • Πιερία — Τοπωνύμιο γεωγραφικών χωρών της αρχαίας Ελλάδας. 1. Χώρα της Μακεδονίας, ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Θερμαϊκό Κόλπο, από όπου, κατά την παράδοση, μια κοινότητα είχε μετοικήσει στο όρος Ελικών, στους προϊστορικούς χρόνους. Λέγεται μάλιστα πως η… …   Dictionary of Greek

  • Σφηττός — Ένας από τους δώδεκα δήμους της αρχαίας Αττικής, που ίδρυσε ο Κέκροπας. Το όνομα του δήμου οφείλεται στο Σφηττό, γιο του Τροιζήνα. Αυτός είχε μετοικήσει μαζί με τον αδελφό του, Ανάφλυστο, που ίδρυσε επίσης τον ομώνυμο δήμο. Ο δήμος ανήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, την οποία παντρεύτηκε ο Φρίξος και απέκτησαν 4 γιους, τον Άργο, τον Μέλανα, τον Φρόντιδα και τον Κυτίσωρο. Σύμφωνα με μια παράδοση τους έστειλε η μητέρα τους, κρυφά από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”